ερωτολογία

ερωτολογία
η
1. ομιλία, συζήτηση γύρω από τον έρωτα
2. μελέτη, πραγματεία για τον έρωτα
3. το συγγραφικό έργο που ασχολείται υπερβολικά με ερωτικά ζητήματα («όλη σχεδόν η δραματοποιία τών ρομαντικών είναι μικρολόγος ερωτολογία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + -λογία. Η λ. μαρτυρείται στον Ιωάννη Καρασούτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σαλιάρισμα — το, ατος 1. μωρολογία: Άφησε τα σαλιαρίσματα. 2. ερωτολογία, έκφραση ερωτικών συναισθημάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”